μεροφάι

μεροφάι
μεροφάι, το και μεροφάγι, το
-ιού
1. φαΐ μιας μέρας.
2. φρ., «μεροδούλι μεροφάι», βλ. μεροδούλι, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεροδούλι — το 1. ημερήσια εργασία 2. η αμοιβή για την ημερήσια εργασία, μεροκάματο, ημερομίσθιο 3.φρ. «μεροδούλι μεροφάι» λέγεται για μικρή αμοιβή καθημερινού μόχθου, η οποία μόλις επαρκεί για τις ανάγκες μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δούλι (<… …   Dictionary of Greek

  • μεροφάγι — και μεροφάι, το·1. η τροφή τής ημέρας 2. φρ. «μεροδούλι μεροφάι» βλ. μεροδούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + φαΐ] …   Dictionary of Greek

  • (η)μεροδούλι — το ιού, εργασία μίας ημέρας: Μεροδούλι μεροφάι. μεροδούλι το 1. η εργασία μιας ημέρας, το μεροκάματο. 2. η αμοιβή ημερήσιας εργασίας, το ημερομίσθιο. 3. φρ., «μεροδούλι, μεροφάι», το ημερομίσθιο μόλις φτάνει να καλύψει τις βασικές ανάγκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”